- βούθυτος
- βούθυτος, -ον (Α)1. αυτός που προέρχεται από θυσία βοδιών («βούθυτος ηδονή», «βούθυτοι τιμαί»)2. εκείνος πάνω στον οποίο («βούθυτος ἑστία», «... ἐσχάρα») ή κατά τον οποίο («βούθυτον ἧμαρ», «βούθυτος ἡμέρα») γίνονται θυσίες βοδιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + -θυτος < θύω «θυσιάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.